Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
ἠπιόδωρος, -ον (Α)αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + -δωρος (< δώρον), πρβλ. ά-δωρος].