εὐσήμαντος

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσήμαντος Medium diacritics: εὐσήμαντος Low diacritics: ευσήμαντος Capitals: ΕΥΣΗΜΑΝΤΟΣ
Transliteration A: eusḗmantos Transliteration B: eusēmantos Transliteration C: efsimantos Beta Code: eu)sh/mantos

English (LSJ)

ον, A easily remarked or observed, Ptol.Alm.5.12 (Comp.). II easily designated, PMeyer 20.46 (iii A.D.).

Greek Monolingual

εὐσήμαντος, -ον (Α)
1. αυτός που διακρίνεται ή παρατηρείται εύκολα
2. αυτός που υποδεικνύεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σημαντός (< σημαίνω), πρβλ. α-σήμαντος, μονο-σήμαντος].