πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea
θυγατροθετῶ, -έω (Μ)παίρνω κάποιαν ως θετή θυγατέρα, ως κόρη μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυγατρο- (< θυγάτηρ, πρβλ. γεν. θηγατρός) + -θετώ (< -θέτης < τίθημι), πρβλ. αγωνο-θετώ, υιο-θετώ].