κένταρχος

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

κένταρχος, ὁ (Μ)
(Μ)
(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκ-αρχος, εκατόντ-αρχος].