δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
κένταρχος, ὁ (Μ)(Μ)(στο Βυζάντιο) αυτός που διοικούσε εκατό άντρες, εκατόνταρχος, κεντυρίων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < λατ. centum «εκατό» + -αρχος (< ἀρχός < ἄρχω), πρβλ. δέκ-αρχος, εκατόντ-αρχος].