κάρθρα
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
τά, A wages for clipping or shearing, Edict.Diocl.7.20; cf. κάρτρα.
Greek (Liddell-Scott)
κάρθρα: τά, (κείρω) μισθὸς κουρᾶς προβάτων, «κουρευτικά», Ἐπιγρ. Λεβαδείας τῶν χρόνων Διοκλητιανοῦ ἐν Mitth. d. d. arch. Inst. V. σ. 70.
Greek Monolingual
κάρθρα, τὰ (Α)
επιγρ. αμοιβή, μισθός κουράς προβάτων, κουρευτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κείρω «κουρεύω» + κατάλ. -θρον (πρβλ. βά-θρον, έλκη-θρον). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα του ρηματ. θ. όπως το ρηματ. επίθ. καρ-τός, ο παρακμ. κέ-καρ-μαι κ.λπ.].