καντηλήθρα
From LSJ
η
μικρό μεταλλικό στήριγμα για το φιτίλι του καντηλιού που με τη βοήθεια φελλού πλέει στο λάδι ή στηρίζεται στα χείλη του δοχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καντήλι + κατάλ. -ήθρα (παρεκτεταμένη μορφή του επιθήματος -θρα), πρβλ. δακτυλ-ήθρα, κολυμβ-ήθρα].