κατάκολλος

From LSJ
Revision as of 10:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάκολλος Medium diacritics: κατάκολλος Low diacritics: κατάκολλος Capitals: ΚΑΤΑΚΟΛΛΟΣ
Transliteration A: katákollos Transliteration B: katakollos Transliteration C: katakollos Beta Code: kata/kollos

English (LSJ)

ον, A mixed with glue, μέλαν Aen.Tact.31.10.

German (Pape)

[Seite 1355] mit Leim vermischt, μέλαν Aen. Poliorcet. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κατάκολλος: -ον, μεμιγμένος μὲ κόλλαν, μέλαν Αἰν. Τακτ. 31.

Greek Monolingual

κατάκολλος, -ον (Α)
ο αναμεμιγμένος με κόλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κολλος (< κόλλα), πρβλ. έγ-κολλος, παρά-κολλος].