κατάλιθος

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientiaErfahrung überwindet Unerfahrenheit

Menander, Monostichoi, 169
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλῐθος Medium diacritics: κατάλιθος Low diacritics: κατάλιθος Capitals: ΚΑΤΑΛΙΘΟΣ
Transliteration A: katálithos Transliteration B: katalithos Transliteration C: katalithos Beta Code: kata/liqos

English (LSJ)

ον, A set with precious stones, ὕφασμα LXXEx.28.17.

German (Pape)

[Seite 1360] voll von Steinen, mit Steinen besetzt, LXX.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλῐθος: -ον, πλήρης λίθων, κεκοσμημένος μὲ πολυτίμους λίθους, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΗ΄, 17).

Greek Monolingual

κατάλιθος, -ον (Α)
στολισμένος με πολύτιμους λίθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -λιθος (< λίθος), πρβλ. μονό-λιθος, υπό-λιθος].