ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
-η, -ο
καστανός, καστανόχρους, με χρώμα σαν του κάστανου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάστανο + -χρωμος (< χρῶμα), πρβλ. θαλασσό-χρωμος, σταρό-χρωμος].