κατακρανία

From LSJ
Revision as of 10:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρᾱνία Medium diacritics: κατακρανία Low diacritics: κατακρανία Capitals: ΚΑΤΑΚΡΑΝΙΑ
Transliteration A: katakranía Transliteration B: katakrania Transliteration C: katakrania Beta Code: katakrani/a

English (LSJ)

ἡ, A an affection of the head, Hippiatr.103.

German (Pape)

[Seite 1356] ἡ, Kopfkrankheit bei den Pferden, Hippiatr.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρᾱνία: ἡ, πάθημα, νόσος τῆς κεφαλῆς τῶν ἵππων, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

η (Μ κατακρανία)
εγκεφαλική πάθηση τών ζώων, ιδίως τών ιπποειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -κρανία (< κρανίον), πρβλ. ετερο-κρανία, ημι-κρανία.