κατευθυντικότητα

From LSJ
Revision as of 07:22, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness

Source

Greek Monolingual

η
(ραδιοηλ.) η ιδιότητα τών κεραιών να ακτινοβολούν, δηλ. να εκπέμπουν, προς μία ή περισσότερες επιλεγμένες κατευθύνσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υποτιθέμενο κατευθυντικός (< κατευθύνω) ως απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. directivity].