καταγγίζω

Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A put into a vessel, bottle, Dsc.5.6,7, POxy.2153.6 (iii A.D., Pass.):

German (Pape)

[Seite 1341] in ein Gefäß thun, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καταγγίζω: τίθημι εἰς ἀγγεῖον, Διοσκ. 5. 22 καὶ 31, Ἐπιφάν. Ι. 369C, Παλλαδ. Λαυσ. 1012C, κλ.

Greek Monolingual

καταγγίζω (AM)
μσν.
παραγεμίζω
αρχ.
χύνω μέσα στο αγγείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -αγγίζω (< ἄγγος «αγγείο»), πρβλ. εξ-αγγίζω, μετ-αγγίζω].