κηραψία

From LSJ
Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαιbecome a monkey instead of a lion

Source

Greek (Liddell-Scott)

κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.

Greek Monolingual

κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)
το άναμμα κεριών, η φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν-αψία, φωτ-αψία].