κηρόξυλο

From LSJ
Revision as of 06:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

το
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας τών φοινικιδών τα οποία εκκρίνουν κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceroxylon < cero- (πρβλ. κηρός) + -xylon (πρβλ. ξύλον). Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν του Ν. Γ. Πολίτη].