κηρουργία

Revision as of 07:23, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Greek (Liddell-Scott)

κηρουργία: ἡ, ἡ παρασκευὴ ἤ κατασκευὴ κηροῦ, Ἐφραὶμ σ. 562C.

Greek Monolingual

κηρουργία, ἡ (Α)
η παρασκευή ή παραγωγή κεριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρο-εργία με συναίρεση < κηρός + -εργία < -εργός < ἔργον), πρβλ. ελαι-ουργία, υαλ-ουργία].