κοπριήμετος

From LSJ
Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοπριήμετος Medium diacritics: κοπριήμετος Low diacritics: κοπριήμετος Capitals: ΚΟΠΡΙΗΜΕΤΟΣ
Transliteration A: kopriḗmetos Transliteration B: kopriēmetos Transliteration C: kopriimetos Beta Code: koprih/metos

English (LSJ)

ον, A vomiting excrement, Hp.Epid.2.1.9.

German (Pape)

[Seite 1483] (ἐμέω), Koth ausbrechend, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

κοπριήμετος: -ον, ἐμῶν κόπρον, περιττώματα, Ἱππ. 1008F.

Greek Monolingual

κοπριήμετος, -ον (Α)
αυτός που κάνει εμετό κόπρανα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπρία + -ήμετος (< ἐμῶ «κάνω εμετό»), πρβλ. αν-ήμετος, δυσ-ήμετος].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κοπριήμετος -ον [κόπριον, ἐμέω] ontlasting brakend.