ηβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας σταυρανθή.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cochlearia < λατ. cochleare «κουτάλι» (< λατ. cochlea < κοχλίας) + κατάλ. -ia].