κρεμαστάρι
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
το (Α κρεμαστάριον)
νεοελλ.
1. κρεμασμένο πράγμα
2. καρπός που κρεμιέται απ' το ταβάνι για να διατηρηθεί
3. εξάρτημα από το οποίο κρεμιέται ένα αντικείμενο (α. «έπεσε ο πίνακας γιατί ξεκόλλησε το κρεμαστάρι του» β. μπορείς να κρεμάσεις την πετσέτα στο κρεμαστάρι»)
4. έπιπλο πάνω στο οποίο κρεμιούνται τα ρούχα, κρεμάστρα
5. αντικείμενο που κρεμιέται στο σώμα του ανθρώπου για στόλισμα, όπως είναι λ.χ. το σκουλαρίκι, τα περιδέραια κ.ά.
6. παροιμ. «όσα δεν φτάνει η αλεπού τά κάνει κρεμαστάρια» — λέγεται γι' αυτούς που υποκρίνονται ότι δεν επιθυμούν κάτι το οποίο δεν μπορούν να αποκτήσουν ή να κατορθώσουν
αρχ.
κρεμαστή λυχνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεμαστός + κατάλ. -άρι (πρβλ. θρεφτ-άρι, σφαχτ-άρι)].