λεοντόβοτος

From LSJ
Revision as of 11:04, 31 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ2 replacement)

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόβοτος Medium diacritics: λεοντόβοτος Low diacritics: λεοντόβοτος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΒΟΤΟΣ
Transliteration A: leontóbotos Transliteration B: leontobotos Transliteration C: leontovotos Beta Code: leonto/botos

English (LSJ)

fed on by lions, χώρα Str. 16.1.24.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui nourrit des lions;
2 élevé par un lion.
Étymologie: λέων, βόσκω.

Greek Monolingual

λεοντόβοτος, -ον (Α)
(για τόπο) αυτός στον οποίο ζουν λιοντάρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -βοτος (< βόσκω), πρβλ. θηρό-βοτος, ιππό-βοτος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στη λ. παθ. σημ.].

Middle Liddell

λεοντό-βοτος, ον βόσκω
fed on by lions, Strab.