μίαχος
From LSJ
Τί κοινότατον; ἐλπίς. καὶ γὰρ οἷς ἄλλο μηδέν, αὕτη πάρεστι → What is most common? Hope. For those who have nothing else, that is always there.
English (LSJ)
μίασμα, ἀσέβημα, κτλ., Hsch.; also, A = τὸ δυσῶδες, Id. μιαχρός, ά, όν, = καθαρός, Id.
German (Pape)
[Seite 182] τό, u. μιαχρός, = μίασμα, μιαρός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
μίαχος: (;) «μίασμα, ἀσέβημα· τίθεται δὲ καὶ ἐπὶ τοῦ δυσώδους» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
μίαχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «μίασμα, ἀσέβημα»
2. «τὸ δυσῶδες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Από θ. μια- του μιαίνω, πιθ. με επίθημα -χος (πρβλ. βόστρυ-χος)].