μεταμελητί

Revision as of 07:28, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητί: ἐν μεταμελείᾳ, Νικηφ. Γρηγορ. τ. Γ΄, 315, ἔκδ. Β.

Greek Monolingual

μεταμελητί (Μ)
επίρρ. με μεταμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταμέλομαι + επιρρμ. κατάλ. -τί (πρβλ. αμελη-τί)].