μισθαποχή
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
English (LSJ)
ἡ, A contract for hire with payment in advance, BGU409.10 (iv A. D.), PGen.70.15 (iv A.D.). II receipt for wages, PKlein. Form.324.6 (vi A.D.).
Greek Monolingual
μισθαποχή, ἡ (Α)
1. συμβόλαιο μισθώσεως με προκαταβολική πληρωμή του μισθώματος
2. είσπραξη μισθού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισθός + ἀποχή «απόδειξη εξοφλήσεως χρέους» (πρβλ. κατ-αποχή)].