μόθαξ
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ, A = μόθων 1.1, Phylarch.43 J., Plu.Cleom.8, Ael.VH 12.43.
German (Pape)
[Seite 197] ακος, ὁ, = μόθων, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
μόθαξ: -ᾰκος, ὁ, = μόθων, Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 271Ε, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12. 43· - «μόθακες· οἱ ἅμα τρεφόμενοι τοῖς υἱοῖς δοῦλοι παῖδες» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. μόθων.
Greek Monolingual
μόθαξ, ὁ (Α)
μόθων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόθος «μάχη, θόρυβος» + επίθημα -αξ (πρβλ. λείμ-αξ). Για τη σημασιολογική εξέλιξη της λ. βλ. μόθος.
Russian (Dvoretsky)
μόθαξ: ᾰκος ὁ Plut. = μόθων.