Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χαραχθεί με λεπτότητα, με τέχνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλό- + -χάραγος (< χαράσσω), πρβλ. καλο-χάραγος].