ψυχοσωματικός

From LSJ
Revision as of 06:30, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ψυχή και στο σώμα συγχρόνως, καθώς και στις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις («ψυχοσωματικά αίτια»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psychosomatique (< ψυχή + σώμα + κατάλ. -ικός). Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις].