ἀμφιπερικτίονες

From LSJ
Revision as of 17:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφιπερικτίονες Medium diacritics: ἀμφιπερικτίονες Low diacritics: αμφιπερικτίονες Capitals: ΑΜΦΙΠΕΡΙΚΤΙΟΝΕΣ
Transliteration A: amphiperiktíones Transliteration B: amphiperiktiones Transliteration C: amfiperiktiones Beta Code: a)mfiperikti/ones

English (LSJ)

ων, οἱ, A dwellers all around, Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

German (Pape)

[Seite 141] οἱ, die ringsumher Wohnenden, Theogn. 1024.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπερικτίονες: -ων, οἱ, οἱ περιοικοῦντες, Καλλῖν. 1. 2, Θέογν. 1058· πρβλ. ἀμφικτίονες, περικτίονες.

Spanish (DGE)

-ων, οἱ
pueblos asentados en torno, vecinos Callin.1.2, Thgn.1058, Q.S.6.224.

Greek Monolingual

ἀμφιπερικτίονες, οι (Α)
περίοικοι, γείτονες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + περικτίονες < περί + κτίονες < κτίζω
πρβλ. και ἀμφυκτίονες].