ἱππώκης
From LSJ
Λόγοις ἀμείβου τὸν λόγοις πείθοντά σε → Verbis repone verba suasori tuo → Mit Worten gib dem Antwort, der mit Worten rät
English (LSJ)
ες, A riding in a swift chariot, ἀέλιος B.10.101.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππώκης: -εος, ὁ, ὁ ἔχων ταχεῖς ἵππους, πρὸς αὐγὰς ἱππώκεος ἀελίου Βακχυλ. Χ. (ΧΙ). 101, ἔκδ. Blass.
Greek Monolingual
ἱππώκης, -εος, ὁ (Α)
αυτός του οποίου το άρμα έχει ταχείς ίππους («ἱππώκης ἀέλιος», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ώκης (< ὦκος < ὠκυς «ταχύς»), πρβλ. ανεμ-ώκης, ποδ-ώκης].