καρφοειδής

From LSJ
Revision as of 13:13, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρφοειδής Medium diacritics: καρφοειδής Low diacritics: καρφοειδής Capitals: ΚΑΡΦΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: karphoeidḗs Transliteration B: karphoeidēs Transliteration C: karfoeidis Beta Code: karfoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like dry sticks, κλῶνες, κλωνία, Dsc.4.42, Gp.2.6.29.

German (Pape)

[Seite 1332] ές, dem κάρφος ähnlich, so dünn, wie trockene Reiser, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καρφοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κάρφην, Γεωπ. 2. 6, 29.

Greek Monolingual

καρφοειδής, -ές (AM)
αυτός που μοιάζει με ξερό κλαδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + -ειδής (< εἶδος), πρβλ. γραμμο-ειδής, θυσανο-ειδής].