κεραμύλλιον
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
English (LSJ)
τό, Dim. of κεράμιον, A jar, IG11(2).161 C101 (Delos, iii B.C.), PCair.Zen.12.35 (iii B.C.), Inscr.Délos 442B179 (ii B.C.), Aq.Is.63.3.
Greek (Liddell-Scott)
κεραμύλλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κέραμος, BCH VI. 48.
Greek Monolingual
κεραμύλλιον, τὸ (Α)
μικρό κεραμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέραμος + υποκορ. κατάλ. -ύλλιον, πρβλ. ανθ-ύλλιον, ζω-ύλλιον].