δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand, and I will move the Earth
ἰσόπτωτος, -ον (Α)(για λέξεις) αυτός που έχει τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις, ισοσύλλαβος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -πτωτος (< πτώσις), πρβλ. ετερό-πτωτος, μονό-πτωτος].