Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)
-ουν (Α κηρόχρως, -ωτος, ό, ἡ)αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό-χρους, χιονό-χρους].