κηρόχρους

From LSJ
Revision as of 13:28, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἀδώνι' ἄγομεν καὶ τὸν Ἄδωνιν κλᾴομεν → We conduct the rites of Adonis, we weep for Adonis (Pherecrates, fr. 170)

Source

Greek Monolingual

-ουν (Α κηρόχρως, -ωτος, ό, ἡ)
αυτός που έχει το χρώμα του κεριού, κέρινος, κερένιος, κίτρινος σαν το κερί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χρους (< χρώς «χρώμα») πρβλ. φοινικό-χρους, χιονό-χρους].