κηραψία

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek (Liddell-Scott)

κηραψία: ἡ, τὸ ἀνάπτειν τὰ κηρία, φωταψία, Χρον. Πάσχ. σ. 383C.

Greek Monolingual

κηραψία και κεραψία, ἡ (Μ)
το άναμμα κεριών, η φωταψία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -αψία (< ἅπτω «ανάβω»), πρβλ. λυχν-αψία, φωτ-αψία].