κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit
ο1. ο πόνος της κοιλιάς, ο πονόκοιλος2. κολικός, κολικόπονος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλ-ιά + πόνος (πρβλ. κεφαλό-πονος, στομαχό-πονος)].