κομπορρήμων

From LSJ
Revision as of 13:40, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek (Liddell-Scott)

κομπορρήμων: -ον, ὁ ὁμιλῶν μετὰ κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ μετὰ κόμπου ὁμιλία, Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και -ονας (Μ κομπορρήμων, -ον)
αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυ-ρρήμων, μεγαλο-ρρήμων].