κρανιακός

From LSJ
Revision as of 13:53, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-ή, -ό (Μ κρανιακός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο κρανίο, ο σχετικός με το κρανίο («κρανιακά οστά»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρανίο + κατάλ. -ακός (πρβλ. βραγχι-ακός, ηλι-ακός)].