μαυλιστής

From LSJ
Revision as of 14:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαυλιστής Medium diacritics: μαυλιστής Low diacritics: μαυλιστής Capitals: ΜΑΥΛΙΣΤΗΣ
Transliteration A: maulistḗs Transliteration B: maulistēs Transliteration C: mavlistis Beta Code: maulisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A = μαστροπός, Cat.Cod.Astr.8(4).212, Phot. and Suid. s.h.v.: fem. μαυλ-ίστρια, EM695.31, Sch.Ar.Nu.976, Suid. s.v. πυγοστόλος:

Greek Monolingual

ο, θηλ. μαυλίστρια και μαυλίστρα (ΑM μαυλιστής)
αυτός που εξωθεί γυναίκες στην πορνεία, μαστροπός, προαγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαυλίζω + επίθημα -της (πρβλ. γυμνασ-της), Το θηλ. μαυλίστρα < μαυλίζω + επίθημα -τρα (πρβλ. κυλίσ-τρα, παλαίσ-τρα)].