θρηνολάλος
From LSJ
ἔστιν δέ που ἡ μὲν ἐπὶ σώμασι γυμναστική, ἡ δ' ἐπὶ ψυχῇ μουσική → I think I am right in saying that we have physical exercise for the body and the arts for the soul
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A uttering laments, Σειρῆνες IG12(8).445.5 (Thasos).
Greek Monolingual
θρηνολάλος, -ον (Α)
αυτός που βγάζει θρηνώδη φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λάλος (< λάλος < λαλώ), πρβλ. οξυ-λάλος, χρησμο-λάλος.