ιαμβειοφάγος

Revision as of 09:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Greek Monolingual

ἰαμβειοφάγος, ὁ (Α)
αυτός που τρώγει ιάμβους, δηλ. που καταστρέφει τους ιάμβους κατά την απαγγελία («ὁ βάσκανος οὗτος ἰαμβειοφάγος», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιαμβείος + -φαγος (< θ. φαγ-, πρβλ. έ-φαγ-ον του ρ. εσθίω), πρβλ. βιβλιο-φάγος, χορτο-φάγος.