στραβαλοκόμας

From LSJ
Revision as of 09:46, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰβᾰλοκόμας Medium diacritics: στραβαλοκόμας Low diacritics: στραβαλοκόμας Capitals: ΣΤΡΑΒΑΛΟΚΟΜΑΣ
Transliteration A: strabalokómas Transliteration B: strabalokomas Transliteration C: stravalokomas Beta Code: strabaloko/mas

English (LSJ)

α, ὁ, A curly-headed, S. (Fr.1099) ap.Poll.2.23 (who blames the word), Hsch.

German (Pape)

[Seite 950] ὁ, mit krausem Haare, Soph. bei Poll. 2, 23.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰβᾰλοκόμας: α, ὁ, ὁ ἔχων κόμην βοστρυχώδη, οὐλήν, «σγουρομάλλης», Σοφ. (Ἀποσπ. 948) παρὰ Πολυδ. Β´, 23 (ὅστις ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν), Ἡσύχ. (Πρὸς τὸ στραβαλός, ὅπερ παρ᾿ Ἡσυχ. εὕρηται, πρβλ. στράβηλος, στρεβλός).

Greek Monolingual

ὁ, Α
σγουρομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στραβαλός + -κόμας (< κόμη), πρβλ. χρυσο-κόμης.

Russian (Dvoretsky)

στρᾰβᾰλοκόμᾱς: ου adj. m с курчавыми волосами, кудрявый Soph.