τριπάτωρ

From LSJ
Revision as of 18:45, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")

εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα → apart from a very few whom I've met

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριπάτωρ Medium diacritics: τριπάτωρ Low diacritics: τριπάτωρ Capitals: ΤΡΙΠΑΤΩΡ
Transliteration A: tripátōr Transliteration B: tripatōr Transliteration C: tripator Beta Code: tripa/twr

English (LSJ)

[ᾰ], ορος, ὁ, ἡ, A having three fathers, name of Tritogeneia, AP15.25.26 (Besant.); of Orion, Nonn.D.13.99. II τριπάτορες, οἱ, = πρόπαπποι or οἱ πρῶτοι ἀρχηγέται, AB 307.

Greek Monolingual

-ορος, ὁ, ἡ, Α
1. (για την Τριτογένεια ή για τον Ωρίωνα) αυτός που έχει τρεις πατέρες
2. στον πληθ. οἱ τριπάτορες
οι πρόπαπποι, οι πρώτοι αρχηγέτες («οἱ μὲν τοὺς πρώτους ἀρχηγέτας, οἱ δὲ τρίτους ἀπὸ τοῦ πατρός, ὅπερ ἐστὶ προπάππους», Ανέκδοτα Βεκκήρου).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -πάτωρ (< πατήρ), πρβλ. -πάτωρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐπάτωρ: ορος (ᾰ) ὁ праотец, пращур Anth.