ὑδροφόβος

From LSJ
Revision as of 13:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδροφόβος Medium diacritics: ὑδροφόβος Low diacritics: υδροφόβος Capitals: ΥΔΡΟΦΟΒΟΣ
Transliteration A: hydrophóbos Transliteration B: hydrophobos Transliteration C: ydrofovos Beta Code: u(dro/fobos

English (LSJ)

(parox.), ον, A having a horror of water, having hydrophobia, Arr.Epict.4.4.20 (cod. Sm.rec.), Gal.10.627. II as Subst., -φόβος, ὁ, or -φόβον, τό (gender uncertain), = ὑδροφοβία, Dsc.Ther. Praef., Gal.16.621.

German (Pape)

[Seite 1174] 1) wasserscheu. – 2) ὁ u. ἡ ὑδροφόβος, = ὑδροφοβία, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδροφόβος: -ον, ὁ φοβούμενος τὸ ὕδωρ, ὁ πάσχων ἐξ ὑδροφοβίας, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 20. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ. ὑδροφόβος, ὁ, = ὑδροφοβία, Διοσκ. π. Ἰοβόλ. σ. 45, 66, Γαλην., κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑδρόφοβος, -ον, ΝΑ
αυτός που φοβάται παθολογικά το νερό, που πάσχει από υδροφοβία
νεοελλ.
χημ. α) (για χημ. είδος) αυτός που έχει την τάση να μη συνδέεται με μόρια νερού («υδρόφοβες ουσίες»)
β) (για λυόφοβο κολλοειδές σύστημα) αυτός που έχει ως μέσο διασποράς το νερό, από τα μόρια του οποίου τείνουν να απωθούνται τα διεσπαρμένα τεμαχίδιά του
αρχ.
(το αρσ. και το ουδ. ως ουσ.) ὁ ὑδροφόβος και τὸ ὑδροφόβον
η υδροφοβία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + -φόβος (< φόβος), πρβλ. ὀνειρό-φοβος].

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. υδρόφοβος.