μουγκρίζω

From LSJ
Revision as of 14:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουγκρίζω Medium diacritics: μουγκρίζω Low diacritics: μουγκρίζω Capitals: ΜΟΥΓΚΡΙΖΩ
Transliteration A: mounkrízō Transliteration B: mounkrizō Transliteration C: mougkrizo Beta Code: mougkri/zw

English (LSJ)

A slobber, or perh. snarl, Anon.in Rh.216.28.

Greek Monolingual

και μουγγρίζω (ΑΜ μουγκρίζω, Μ και μογκρίζω)
1. (για ταύρους και άγρια θηρία) μυκώμαι, βρυχώμαι, αφήνω παρατεταμένη και υπόκωφη φωνή
2. μτφ. για πρόσ.) φωνάζω δυνατά από τους πόνους, ουρλιάζω ή εκπέμπω βαθύ και υπόκωφο ήχο με σφιγμένα χείλη («μούγκριζε από τον πόνο»)
νεοελλ.
(για φυσικά φαινόμενα και για τη θάλασσα) βουίζω («μουγκρίζει ο άνεμος»)
μσν.
(υβριστικά) ομιλώ, λέγω
αρχ.
1. εκκρίνω σάλιο
2. παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. από τον μυκηθμό μούου τών ταύρων και άλλων ζώων. Η κατάλ. -ρίζω απαντά συχνά σε ηχομιμητικά ρήματα (πρβλ. κακα-ρίζω, νιαουρίζω)
βλ. και λ. μυκῶμαι].