πῖνον
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
English (LSJ)
τό, A liquor made from barley, beer, Arist.Fr.106, cj. in Atti della reale Accad. di Archeologia di Napoli 11.41 (Gortyn, iv B. C.).
German (Pape)
[Seite 617] τό, Gerstentrank, Bier, Arist. bei Ath. X, 447 a, s. βρῦτον.
Greek (Liddell-Scott)
πῖνον: τό, ποτὸν παρασκευαζόμενον ἐκ κριθῆς, ζῦθος, Ἀριστ. Ἀποσπ. 101.
Greek Monolingual
τὸ, Α
είδος ποτού που παρασκευαζόταν από κριθή, ο ζύθος, η μπίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που μετασχηματίστηκε στην Ελληνική κατά το μοντέλο του πίνω.
Russian (Dvoretsky)
πῖνον:
I эп. impf. к πίνω.
II τό ячменный напиток, пиво Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n.
Meaning: beer (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Prob. foreign word, perh. adapted to πίνω (cf. Schwyzer 693 n. 8). -- May well be Pre-Greek.
Frisk Etymology German
πῖνον: {pĩnon}
Grammar: n.
Meaning: Bier (Arist.).
Etymology : Wohl Fremdwort, nach πίνω umgeformt (vgl. Schwyzer 693 A. 8).
Page 2,540