κοσμοπολίτης

From LSJ
Revision as of 10:43, 28 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοσμοπολῑ́της Medium diacritics: κοσμοπολίτης Low diacritics: κοσμοπολίτης Capitals: ΚΟΣΜΟΠΟΛΙΤΗΣ
Transliteration A: kosmopolítēs Transliteration B: kosmopolitēs Transliteration C: kosmopolitis Beta Code: kosmopoli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, Ionic: κοσμοπολιήτης; Epic, Doric, Aeolic: κοσμοπολίτας; citizen of the world, cosmopolitan, Ph.1.1, al., D.L.6.63:—fem. κοσμοπολῖτις as adjective, ψυχαί Ph.1.657.

Greek (Liddell-Scott)

κοσμοπολίτης: -ου, ὁ, πολίτης τοῦ κόσμου, Διογ. Λ. 6. 63· (παρὰ Λουκ. ἐν Βίων Πράσει 8, κόσμου πολίτης)· ― θηλ. -πολῖτις, Φίλων 1. 657.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κοσμοπολίτισσα (ΑM κοσμοπολίτης, θηλ. κοσμοπολῖτις)
αυτός που δεν αναγνωρίζει ιδιαίτερη πατρίδα και θεωρεί τον εαυτό του πολίτη όλου του κόσμου
νεοελλ.
1. εκείνος που έχει ταξιδέψει σε πολλές ξένες χώρες
2. αυτός του οποίου η ζωή είναι προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες
μσν.
ο κάτοικος αυτού του κόσμου.

Russian (Dvoretsky)

κοσμοπολίτης: ου (ῑ) ὁ космополит, гражданин мира Diog. Sinopensis ap. Diog. L.