Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
θηλυφόνον, τὸ (Α)το δηλητηριώδες φυτό ακόνιτον.[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + φόνος.