τετράμετρος
English (LSJ)
ον,
A consisting of four metres, i.e., in iambic and trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar.Nu.642,645, X.Smp.6.3, Arist.Rh.1404a31, 1409a1, Po.1459b37: also the anapaestic tetrameter, called τὸ Ἀριστοφάνειον (as in Nu.957 sq.), D.H. Comp.25; cf. τρίμετρος.
2 γωνίαι τετράμετροι = square, i.e. right, angles, Callix.2 (dub. l.).
German (Pape)
[Seite 1098] vier Maaße haltend; γωνίαι, Ath. V, 199 c, scheint »viereckig« zu bedeuten; – in der Metrik = aus vier Maaßen bestehend, ein trochäischer, jambischer u. anapästischer Rhythmus aus vier Dipodien bestehend, in dactylischen u. andern Versen aus vier einfachen Versfüßen bestehend, Gramm.; – τὸ τετράμετρον, Ar. Nubb. 632; Xen. Conv. 6, 3.
Greek (Liddell-Scott)
τετράμετρος: [ᾰ], -ον, ὁ συνιστάμενος ἐκ τεσσάρων μέτρων· δηλ. ἐπὶ ἰαμβικῶν καὶ τροχαϊκῶν στίχων, ὁ συγκείμενος ἐκ τεσσάρων διποδιῶν ἢ συζυγιῶν· τὸ τετράμετρον, Λατ. versus octonarius, εἶναι καθόλου τροχαϊκὸν τετράμετρον, Ἀριστοφ. Νεφ. 642, 645, Ξεν. Συμπ. 6. 3, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1, 9., 3. 8, 4, Ποιητ. 4, 18· ὡσαύτως καὶ τὸ ἀναπαιστικὸν τετράμετρον, καλούμενον τὸ Ἀριστοφάνειον (ὡς ἐν Νεφ. 957 κἑξ.), Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25, πρβλ. τρίμετρος. 2) γωνίαι τ., ὀρθαὶ γωνίαι, Καλλίξ. παρ’ Ἀθην. 199D.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de quatre mesures ; t. de métr. tétramètre;
τὸ τετράμετρον :
1 vers tétramètre;
2 mesure d’un quart de médimne (envir. 10 litres).
Étymologie: τέσσαρες, μέτρον.
Greek Monolingual
-η, -ο / τετράμετρος, -ον ΝΑ
1. αυτός που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες
2. το ουδ. ως ουσ. το τετράμετρο(ν)
ρυθμικό γένος της αρχαίας μετρικής, που αποτελείται από τέσσερεις μετρικούς πόδες ή διποδίες (α. «τροχαϊκό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από δύο τροχαϊκές τετραποδίες, μία ακατάληκτη και η άλλη καταληκτική
β. «αναπαιστικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που αποτελείται από οκτώ πόδες, κυρίως αναπαίστους, διατεταγμένους σε δύο τετραποδίες
γ. «ιαμβικό τετράμετρο» — το τετράμετρο που διακρίνεται σε ακατάληκτο, και χρησιμοποιείται από τους λυρικούς Ανακρέοντα, Αλκμάνα και Αλκαίο, και σε καταληκτικό από δύο τετραποδίες, η πρώτη ακατάληκτη και η δεύτερη καταληκτική, και χρησιμοποιείται κυρίως από τον Ιππώνακτα)
αρχ.
φρ. «γωνίαι τετράμετροι» — οι ορθές γωνίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μετρος (< μέτρον), πρβλ. δί-μετρος].
Greek Monotonic
τετράμετρος: [ᾰ], -ον (μέτρον), αυτός που αποτελείται από τέσσερα μέτρα, δηλ. στην ιαμβική ή τροχαϊκή ποίηση, αυτός που αποτελείται από τέσσερα δίποδα ή συζυγίες· τὸτετράμετρον, είναι γενικά το τροχαϊκό τετράμετρο, σε Αριστοφ., Ξεν.
Middle Liddell
τετρά-˘μετρος, ον, μέτρον
consisting of four metres, i. e. in iambic or trochaic verse, consisting of four double feet or syzygies: τὸ τετράμετρον is generally the trochaic tetrameter, Ar., Xen.
Wikipedia EN
Trochaic tetrameter is a meter in poetry. It refers to a line of four trochaic feet. The etymology of the word Trochaic is the Greek word trokhaios, which means "to run". The word "tetrameter" simply means that the poem has four trochees. A trochee is a long syllable, or stressed syllable, followed by a short, or unstressed, one. Stresses on a syllable are detected by simply noting which syllable one puts stress on when saying the word. In many cases, this is the syllable which is pronounced loudest in the word, for example, the word 'purity' will take a stress on the first syllable and an unstress on the others.
Wikipedia DE
Der trochäische Dimeter ist in der antiken Verslehre ein aus zwei trochäischen Metren zusammengesetztes Versmaß. In der metrischen Formelnotation wird der trochäische Dimeter als trd geschrieben.
Da das trochäische Metrum eine Dipodie ist, also aus zwei Versfüßen besteht, hat der trochäische Dimeter vier Versfüße, er stimmt also im Prinzip mit dem ebenfalls vierfüßigen trochäischem Quaternar bzw. der trochäischen Tetrapodie (tr4) überein. In Sprachen mit akzentuierendem Versprinzip wie dem Deutschen ist das entsprechende Versmaß der trochäische Vierheber.