ἄστονος
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
English (LSJ)
ον,
A without sighs, πότος ἄστονος = a potion to chase away sighs, dub. in Anacreont. 50.6, cf. Max. Tyr.3.9.
II (ἄστονος intens.) = μεγαλόστονος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 376] (στένω), 1) ohne Klage; aber bei Aesch. Sept. 839 ναύστολος ἄστ., mit Klagen erfüllt. S. ἄστολος. – 2) πότος, Klagen verscheuchend, Anacr. 55, 6.
Spanish (DGE)
-ον
1 contrario a los gemidos, que trae alegría πότος Anacreont.56.6, ἡδονή Max.Tyr.32.9, cf. Hsch.
2 lastimero Hsch.
Greek Monolingual
ἄστονος, -ον (Α) στένω
1. ο χωρίς στεναγμούς, αυτός που αποδιώχνει τους στεναγμούς
2. ο πολυστέναχτος, αυτός που έχει πολλούς στεναγμούς.
Russian (Dvoretsky)
ἄστονος:
1) разгоняющий стоны, т. е. веселящий (πότος Anacr.);
2) полный стонов (θεωρίς Aesch. - v. l. к ναύστολος).