ἄμυδις
English (LSJ)
[ᾰ], Aeol. A = ἅμα, Sch.D.T.p.281 H.: I of time, together, at the same time, Od.12.415, Hes.Sc.345, etc. II more freq. of place, all together, ἄ. κικλήσκετο Il.10.300; ἄ. στήσασα (v.l. καλέσασα) θεούς 20.114, cf. 13.336; ὀστέα . . πάντ' ἄ. 12.385; ἄ. φλόγ' ἔβαλλον threw burning embers together, 23.217; freq. in late Ep., A.R.1.961, Arat.581, etc.
German (Pape)
[Seite 130] Äolisch anstatt ἁμάδισ, vgl. ἄλλυδις, s. Herodian. Scholl. Iliad. 9, 6. 20, 114 Od. 4, 659; = ἅμα, ὁμοῦ, Apoll. lex. Hom. 25, 4, zugleich, zusammen, mit einander, von Ort u. Zeit; περιττῶς bei πᾶς Iliad. 12, 385 Od. 12, 413 σὺν δ' ὀστέ' ἄραξεν πάντ' ἄμυδις κεφαλῆς, alle mit einander; Iliad. 10, 300 ἄμυδις κικλήσκετο riefzusammen; 20, 114 ἡ δ' ἄμυδις στήσασα θεούς, Zenodot ἦ δ' ἄμυδις καλέσασα θεούς, s. Scholl. Ariston. u. Didym.; 13, 336 ἀνέμων, οἵ τ' ἄμυδις κονίης μεγάλην ἱστᾶσιν ὀμίχλην; Od. 4, 659 μνηστῆρας δ' ἄμυδις κάθισαν; Iliad. 20, 374 τῶν δ'ἄμυδις μίχθη μένος, ὦρτο δ'ἀυτή; 158 κάρκαιρε δὲ γαῖα πόδεσσιν ὀρνυμένων ἄμυδις. δύο δ' ἀνέρες έξοχ' ἄριστοι συνίτην, v. l. Scholl. ἄμυδις δὲ δύ' ἀνέρες; 10, 524 θυνόντων ἄμυδις: 13, 343 ἐρχομένων ἄμυδις; 9, 6 ἄμυδις δέ τε κῦμα κελαινον κορθύεται, zu gleicher Zeit, alsbald; Od. 12, 415. 14, 305 Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε, zugleich mit dem Vorhergehenden, vgl. Scholl. 12, 415; 5, 467 μή μ' ἄμυδις στίῃη τε κακὴ καὶ θῆλυς ἐέρση δαμάσῃ, vereint; Iliad. 23, 217 παννύχιοι δ' ἄρα τοί γε πυρῆς ἄμυδις φλόγ' ἔβαλλον, vereint. – Apoll. Rh. u. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἄμυδις: [ῠ], ἀρχαῖος τύπος τοῦ ἅμα: Ι. ἐπὶ χρόνου, ὁμοῦ, κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ὀδ. Μ. 415. ΙΙ. συχνότερον ἐπὶ τόπου, ὁμοῦ, ἐπὶ τὸ αὐτό, ἄμυδις κικλήσκετο Ἰλ. Κ. 300· ἄμυδις καλέσασα Υ. 114· ὀστέα... πάντ’ ἄμυδις Μ. 385· ἄμυδις ἱστᾶσιν = συνιστᾶσιν Ν. 336· φλόγα ἄμυδις ἔβαλλον, ἀνερρίπιζον ὁμοῦ κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, Ψ. 217: συχνάκις παρὰ μεταγεν. Ἐπ. - Πρβλ. ἀμάδις. (Ἡ λέξ. εἶναι Αἰολικὴ ὡς τὰ ἀγυρά, ἄλλυδις· ἐντεῦθεν ἡ ψιλή).
French (Bailly abrégé)
adv. éol.
1 au même endroit, ensemble;
2 en même temps.
Étymologie: ἅμα.
Spanish (DGE)
(ἄμῠδῐς)
• Prosodia: [ᾰ-]
eol. por ἅμα Sch.D.T.25.281
1 juntamente, junto ἄσπετος ὦρτο κυδοιμὸς θυνόντων ἄ. Il.10.524, σὺν δ' ὀστέ' ἄραξε πάντ' ἄ. κεφαλῆς Il.12.385, ὅς τ' ἀνὰ πίση δενδρήεντ' ἄμυδις φοιτᾷ χοροήθεσι νύμφαις h.Hom.19.3, cf. Il.10.300, 13.336, 20.374, A.R.1.311, Call.Fr.295.
2 a la vez, al tiempo Ζεὺς δ' ἄμυδις βρόντησε καὶ ἔμβαλε νηῒ κεραυνόν Od.12.415, ἄμυδις δ' ἄρ' ἀπ' οὐρανοῦ ἠδ' ἀπ' Ὀλύμπου Hes.Th.689, cf. Sc.345, h.Cer.255, A.R.1.961, 4.482, Opp.H.2.547.
Greek Monolingual
ἄμυδις επίρρ. (αιολικός τύπος του ἅμα) (Α)
1. (για χρόνο) κατά τον ίδιο χρόνο, συγχρόνως, μαζί
2. (για τόπο) στον ίδιο τόπο, μαζί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αναλογικά πιθ. προς τον τ. ἄλλυδις < ἄλλος, που παράγεται με κώφωση του -ο σε -υ και ψίλωση. Σχετικά με το επίθημα -δις είναι κυρίως αιολικό και παρουσιάζεται με τοπική έννοια στην ομηρική γλώσσα, στο τέλος συνήθως του στίχου (πρβλ. οἴκαδις, χαμάδις)].
Greek Monotonic
ἄμυδις: [ᾰ],ῠ], ἅμα·
I. λέγεται για χρόνο, μαζί, την ίδια στιγμή, σε Ομήρ. Οδ.
II. λέγεται για τόπο, μαζί, όλοι μαζί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἄμῠδῐς: (ᾰ) adv. вместе, одновременно, сразу Hom.
Middle Liddell
= ἅμα]
I. of time, together, at the same time, Od.
II. of place, together, all together, Il.