σέλασμα
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: σέλασμα | Medium diacritics: σέλασμα | Low diacritics: σέλασμα | Capitals: ΣΕΛΑΣΜΑ |
Transliteration A: sélasma | Transliteration B: selasma | Transliteration C: selasma | Beta Code: se/lasma |
ατος, τό, A shining, Man.4.601:—also σελ-ασμός, ὁ, ib.36, etc.; also f.l. for σελλισμός (q.v.).
σέλασμα: τό, λάμψις, «ἀναλαμπή», φεγγοβόλημα, Μανέθων 4. 601· σελασμός, ὁ, αὐτόθι 36, κτλ.
-άσματος, τὸ, Α σελάω
λάμψη, ακτινοβολία.