ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
Full diacritics: τηνεσμός | Medium diacritics: τηνεσμός | Low diacritics: τηνεσμός | Capitals: ΤΗΝΕΣΜΟΣ |
Transliteration A: tēnesmós | Transliteration B: tēnesmos | Transliteration C: tinesmos | Beta Code: thnesmo/s |
ὁ, A f.l. for τεινεσμός in Nic.Al.382, Hsch.
[Seite 1108] ὁ, f. L. für τεινεσμός.
τηνεσμός: ὁ, ἕτερος τύπος τοῦ τεινεσμός, Νικ. Ἀλεξιφ. 382, ἔνθα ἴδε Schneid. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «τηνεσμός· νόσημα περὶ τὰ ἔντερα».
ὁ, Α
βλ. τεινεσμός.